- φοιβαίνω
- Α [φοῑβος / Φοῑβος]1. (κατά τον Ησύχ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) καθαίρω, εξαγνίζω2. προφητεύω, φοιβάζω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αφοίβαντος — ἀφοίβαντος, ον (Α) αυτός που δεν έχει καθαρθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φοιβαίνω (Η σύχ.) «λαμπρύνω, καθαρίζω»] … Dictionary of Greek